παρασίτησις

παρασίτησις
-ήσεως, ἡ, Α [παρασιτώ]
1. αποστολή και μεταφορά σιταριού με συνοδεία, η σιτοπομπεία* ή σιταγωγία*
2. προμήθεια, εφοδιασμός με σιτάρι
3. στρατ. ειδική υπηρεσία που είχε ως έργο τον ανεφοδιασμό και την συντήρηση τού στρατεύματος σε περίοδο ειρήνης ή πολέμου, η επιμελητεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρασιτήσει — παρασίτησις commeatus fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρασιτήσεϊ , παρασίτησις commeatus fem dat sg (epic) παρασίτησις commeatus fem dat sg (attic ionic) παρασιτέω board and lodge with aor subj act 3rd sg (epic) παρασιτέω board and lodge with… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”